- φτουραίνω
- φτουρώ, φτουράω αμετ.1) долго сохраняться, долго служить; 2) залёживаться; медленно расходоваться;
τό φρέσκο ψωμί δεν φτουράει — свежий хлеб не залёживается
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τό φρέσκο ψωμί δεν φτουράει — свежий хлеб не залёживается
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φτουραίνω — Ν βλ. φτουρώ … Dictionary of Greek
φτουρώ — άω, και φτουραίνω, Ν 1. (για πράγμ.) επαρκώ, διαρκώ πολύ («το άσπρο ψωμί δεν φτουράει») 2. (για ενέργεια) διεξάγομαι με αργό ρυθμό γι αυτό και δεν συμφέρω («η δουλειά αυτή δεν φτουράει»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. obduro «γίνομαι σκληρός, κάνω κάτι… … Dictionary of Greek
φτουρώ — και φτουραίνω φτούρησα, (για πράγματα και ιδίως φαγώσιμα), διαρκώ πολύ, επαρκώ, βαστώ πολύ: Το άσπρο ψωμί δε φτουρά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)